νυμφιοκλέως

νυμφιοκλέως
νυμφιοκλέως (Μ)
επίρρ. προς τιμήν τού νυμφίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφίος + κλέος «τιμή», πιθ. μέσω αμάρτυρου νυμφιόκλεος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”